- τόσσαις
- Ασυνέβη να είναι, έτυχε να είναι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόσσαις — τόσος so great fem dat pl τόσσαις happen aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξαν — τόσσαις happen aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτόσσαις — ἐπί τόσσαις happen aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐπί τόσσαις happen aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσσας — τόσσᾱς , τόσος so great fem acc pl τόσσᾱς , τόσος so great fem gen sg (doric aeolic) τόσσᾱς , τόσσαις happen aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτοσσε — ἐπί τόσσαις happen aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτοσσεν — ἐπί τόσσαις happen aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)